- Διεθνής Διαστημικός Σταθμός
- Βλ. λ. αστροναυτική· διαστημικός σταθμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαστημικός σταθμός — Κλειστός κατοικήσιμος χώρος, ειδικός για μακροχρόνια παραμονή στο διάστημα. Οι δ.σ. χρησιμοποιούνται για την παρατήρηση της Γης και του διαστήματος, καθώς και για τη διεξαγωγή επιστημονικών πειραμάτων και μηχανικών διεργασιών σε συνθήκες κενού… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… … Dictionary of Greek